- μυροβόλος
- -ο, θηλ. και -α, και μυρόβολος, -η, -οαυτός που διαχέει ευωδιά μύρου, ο αρωματικός, ο ευωδιαστός («με μυροβόλα λευκά φτερά», Βιζυην.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -βολος (< βάλλω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυρόβολος — η, ο βλ. μυροβόλος … Dictionary of Greek
μυροβόλος — α, ο μυρωδάτος, ευωδιαστός: Μυροβόλο τριαντάφυλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυροβλύτης — ο, θηλ. τις (Μ μυροβλύτης και μυροβρύτης) (ως επίθ. αγίων και μαρτύρων τής Ορθόδοξης Εκκλησίας) αυτός από τα λείψανα τού οποίου αναδίδεται ευωδιά μύρου, μυροβόλος (α. «άγιος Δημήτριος ο μυροβλύτης» β. «τής οσίας και μυροβλήτιδος Θεοδώρας»).… … Dictionary of Greek
μυρορρόας — μυρορρόας, ὁ (Α) μυροβλύτης, μυροβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ρρόας (< ρέω)] … Dictionary of Greek
μυροφόρος — ο, θηλ. και α (ΑΜ μυροφόρος, ον) 1. αυτός που μεταφέρει μύρο ή που παράγει ή εμπεριέχει μύρο, ευώδης, μυροβόλος 2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Μυροφόροι και οι Μυροφόρες εκκλ. οι ευλαβείς γυναίκες τής Γαλιλαίας, μαθήτριες τού Χριστού, οι οποίες… … Dictionary of Greek
μυρόβλυτος — μυρόβλυτος, ον (Μ) αυτός που αναδίδει ευωδιά μύρου και, γενικά, άρωμα, μυροβόλος («ποταμοὶ ἅμα τε αἱματόρρυτοι καί γε μυρόβλυτοι», Ευστ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μυροβλύτης, κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek